κιμιτσιφούγκα

κιμιτσιφούγκα
(Cimicifuga). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 10 είδη υγρόφιλων ποών του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για ψηλά πολυετή φυτά με πλατιά και οδοντωτά φύλλα, κατ’ εναλλαγή, σκούρου πράσινου χρώματος. Τα άνθη τους είναι μικρά, λευκά, σε βοτρυώδεις ταξιανθίες, με πέντε πεταλοειδή σέπαλα και 1 μέχρι 8 μικρά δίλοβα πέταλα. Ο καρπός είναι ξηρός και διαρρηκτός. Από τα φυτά αυτά αναδίδεται δυσάρεστη μυρωδιά, ενώ έχουν τονωτικές και αντισπασμωδικές ιδιότητες· για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική, κυρίως για εξωτερική χρήση. Τα κ. πολλαπλασιάζονται με σπόρους ή με σχίσιμο της ρίζας, το φθινόπωρο ή την άνοιξη. Συνηθέστερα είδη αυτού του γένους είναι η κ. η δύσοσμη και η κ. η βοτρυοειδής. Ανθισμένο κλαδί του φυτού κιμιτσιφούγκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”